Οστάντε — (Ostade). Επώνυμο δύο Ολλανδών ζωγράφων. 1. Αδριανός βαν (Λύμπεκ 1610 – Άμστερνταμ 1685). Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Χάαρλεμ και σπούδασε στο εργαστήρι του Φραντς Χαλς. Ειδικεύτηκε στην απεικόνιση σκηνών της καθημερινής ζωής και επηρεάστηκε βαθιά… … Dictionary of Greek
γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… … Dictionary of Greek
ρωπογραφία — Έτσι επικράτησε να λέγεται στα ελληνικά το είδος της ζωγραφικής που στη διεθνή ορολογία έχει το γαλλικό όνομα genre, δηλαδή η ζωγραφική που δεν παίρνει τα θέματά της από τη μυθολογία, την ιστορία ή τη θρησκεία, αλλά από σκηνές της καθημερινής… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
Σάανρενταμ, Πιέτερ — (Saenredam). Ολλανδός ζωγράφος (Άσεντελφτ 1597 Χάαρλεμ 1665). Γιος του Γιαν, σπούδασε στο πλευρό του Φρ. Π. ντε Γκρέμπερ και απεικόνισε με τελειότητα εσωτερικά εκκλησιών. Ένας του πίνακας με τέτοιο θέμα, στην πινακοθήκη του Τορίνου, έχει τις… … Dictionary of Greek